deluge
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| deluge | deluges |
deluge (en) (συνήθως ενικός)
- ο κατακλυσμός, ραγδαία βροχή που συνήθως προκαλεί πλημμύρες
- ↪ Where are you going? There’s a deluge outside.
- Πού πας; Έξω είναι/γίνεται κατακλυσμός.
- ↪ Where are you going? There’s a deluge outside.
- ο κατακλυσμός, ένας μεγάλος αριθμός από κάτι που συμβαίνει ή φθάνει την ίδια στιγμή
- ↪ a deluge of protests/phone calls - κατακλυσμός από διαμαρτυρίες/από τηλεφωνήματα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.