stupeur
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /sty.pœʁ/
- ⓘ
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| stupeur | stupeurs |
stupeur (fr) θηλυκό
- (ιατρική) η νάρκωση
- αυτή η κατάσταση, όπου το πρόσωπο παραμένει ανέκφραστο
- η κατάπληξη
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.