spire

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
spire spires

spire (en)

  1. (αρχιτεκτονική) οβελίσκος, βέλος (κωνική απόληξη σε κορυφή πύργου, εκκλησίας κ.λπ.)
  2. το κωδωνοστάσιο, το καμπαναριό
  3. η σπείρα, η έλικα, η στροφή ελικοειδούς αντικειμένου
  4. μίσχος, ο κώνος των δέντρων, το καλάμι των δημητριακών

Ρήμα

ενεστώτας spire
γ΄ ενικό ενεστώτα spires
αόριστος spired
παθητική μετοχή spired
ενεργητική μετοχή spiring

spire (en)

Πηγές



Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

spire < λατινική spira < αρχαία ελληνική σπεῖρα

Προφορά

ΔΦΑ : /spiʁ/

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
spire spires

spire (fr) θηλυκό

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.