κωδωνοστάσιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κωδωνοστάσιο τα κωδωνοστάσια
      γενική του κωδωνοστασίου
& κωδωνοστάσιου
των κωδωνοστασίων
    αιτιατική το κωδωνοστάσιο τα κωδωνοστάσια
     κλητική κωδωνοστάσιο κωδωνοστάσια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κωδωνοστάσιο < κώδων + -στάσιο

Ουσιαστικό

κωδωνοστάσιο ουδέτερο

  1. ο χώρος που είναι τοποθετημένες οι καμπάνες στο καμπαναριό
  2. το καμπαναριό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.