repair

Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. λείπουν οι μεταφράσεις.


Αγγλικά (en)

Προφορά

ΔΦΑ : /rɪˈpεə/

Ετυμολογία 1

repair < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
repair repairs

repair (en)

  1. επισκευή (η ενέργεια)
    Plumbers undertake the repair of drains.
    Οι υδραυλικοί αναλαμβάνουν την επισκευή των αποχετεύσεων.
  2. επισκευή (το αποτέλεσμα)
    If you look closely you can see the repair in the paintwork
    λείπει η μετάφραση
  3. η κατάσταση (σε σχέση με την ανάγκη επισκευής)
    The car was overall in poor repair before the accident. But after the workshop had it for three weeks it was returned in excellent repair.
    λείπει η μετάφραση

Συγγενικά

Παράγωγα

Ρήμα

ενεστώτας repair
γ΄ ενικό ενεστώτα repairs
αόριστος repaired
παθητική μετοχή repaired
ενεργητική μετοχή repairing

repair (en)

Συνώνυμα

Συγγενικά

  • repairable, reparable
  • repairer

Ετυμολογία 2

repair < μέση αγγλική repairen, (επιστρέφω) < παλαιά γαλλική repairier < υστερολατινική repatrire (επιστρέφω στην πατρίδα μου)

Ουσιαστικό

repair (en)

  1. το να πηγαίνει κάποιος διακοπές
    our annual repair to the mountains
  2. το μέρος που συχνάζει κάποιος, το στέκι
     συνώνυμα: haunt

Ρήμα

repair (en)

  • μεταφέρομαι, πηγαίνω σε άλλο μέρος
      I heard the visitors repair to their chambers. (Charlotte Bronte, Jane Eyre, 1850 [μυθιστόερημα])
    Άκουσα τους επισκέπτες που επέστρεφαν στα δωμάτιά τους.

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.