fix
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| fix | fixes |
fix (en)
- (ανεπίσημο) η λύση σε ένα πρόβλημα, ειδικά ένα εύκολο ή προσωρινό
- ↪ This is the best fix to our problem.
- Αυτή είναι η καλύτερη λύση στο πρόβλημά μας.
- ↪ This is the best fix to our problem.
Ρήμα
| ενεστώτας | fix |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | fixes |
| αόριστος | fixed |
| παθητική μετοχή | fixed |
| ενεργητική μετοχή | fixing |
fix (en)
- επιδιορθώνω, κάνω
- ορίζω, αποφασίζω ημερομηνία, ώρα, ποσό κτλ. για κάτι
- ορίζω, σχεδιάζω ή οργανώνω κάτι
- ↪ We must fix another day.
- Πρέπει να ορίσουμε μια άλλη μέρα.
- ↪ We must fix another day.
- (συνήθως στην παθητική φωνή, ανεπίσημο) κανονίζω το αποτέλεσμα κάτι με τρόπο που δεν είναι ειλικρινής ή δίκαιος
- ↪ The match had been fixed in advance.
- Το ματς είχε κανονιστεί από πριν.
- ↪ The match had been fixed in advance.
Εκφράσεις
Πηγές
- fix (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- fix (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 412, 632. ISBN 9780194325684., λήμμα: κανονίζω, ορίζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.