φταίξιμο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φταίξιμο τα φταιξίματα
      γενική του φταιξίματος των φταιξιμάτων
    αιτιατική το φταίξιμο τα φταιξίματα
     κλητική φταίξιμο φταιξίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φταίξιμο < φταίω (αόριστος: έφταιξα) + -ιμο[1] (μεσαιωνική ελληνική φταίσιμον)

Ουσιαστικό

φταίξιμο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.