advantage

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
advantage advantages

Ουσιαστικό

advantage (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  1. το πλεονέκτημα, το όφελος, το κέρδος, το ωφέλημα, κάτι που με βοηθά να είμαι καλύτερος ή πιο επιτυχημένος
    It’s an advantage to buy in bulk.
    Είναι πλεονέκτημα να αγοράζεις χονδρικώς.
    He has the advantage of experience over you.
    Έχει το πλεονέκτημα της πείρας σε σχέση με σένα.
    It is not to our advantage.
    Δεν είναι προς όφελός μας.
    I expect we will gain some advantage from it.
    Ελπίζω να έχουμε κάποιο όφελος από αυτό.
    I gained a minimal advantage from it.
    Ελάχιστο κέρδος μου απόφερε αυτό.
    the advantages of a good education - τα ωφελήματα της μόρφωσης
  2. το προτέρημα, το πλεονέκτημα, χαρακτηριστικό κάτι που το κάνει καλύτερο ή πιο χρήσιμο
    The advantage of these tires is that…
    Το προτέρημα αυτών των ελαστικών είναι ότι…
    The big advantage of his plan is its low cost.
    Το μεγάλο προτέρημα του σχεδίου του είναι το χαμηλό κόστος.
    This solution has the added advantage of…
    Η λύση αυτή έχει το πρόσθετο πλεονέκτημα ότι…

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Πηγές

  • advantage - Oxford Learner's Dictionaries
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 444, 638, 711, 754, 994. ISBN 9780194325684., λήμμα: κέρδος, όφελος, πλεονέκτημα, προτέρημα, ωφέλημα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.