προκριματικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προκριματικός | η | προκριματική | το | προκριματικό |
| γενική | του | προκριματικού | της | προκριματικής | του | προκριματικού |
| αιτιατική | τον | προκριματικό | την | προκριματική | το | προκριματικό |
| κλητική | προκριματικέ | προκριματική | προκριματικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προκριματικοί | οι | προκριματικές | τα | προκριματικά |
| γενική | των | προκριματικών | των | προκριματικών | των | προκριματικών |
| αιτιατική | τους | προκριματικούς | τις | προκριματικές | τα | προκριματικά |
| κλητική | προκριματικοί | προκριματικές | προκριματικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- προκριματικός < γαλλική préjudiciel
- Η λέξη μαρτυρείται από το 1883
Προφορά
Επίθετο
προκριματικός, -ή, ό
- που σχετιζεται με την αρχική κι όχι την τελική κρίση για κάτι
- ≈ συνώνυμα: προκαταρκτικός
- προκριματικός διαγωνισμός / γύρος συζητήσεων
- ≈ συνώνυμα: προκαταρκτικός
- (αθλητισμός) που το αποτέλεσμά του θα αναδείξει ποιοι αθλητές ή ποιες ομάδες θα συνεχίσουν στην επόμεση φάση (ενός αθλήματος, μιας διοργάνωσης)
- στον προκριματικό αγώνα πήρε εύκολα τη δεύτερη θέση και πέρασε στην ημιτελική φάση
Μεταφράσεις
προκριματικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.