main

Αγγλικά (en)

Επίθετο

main (en) (χωρίς παραθετικά)

  • (μόνο πριν από το ουσιαστικό) κύριος, πρωταρχικός, το μεγαλύτερο ή σημαντικότερο στο είδος του
    the main course of a meal - το κύριο φαγητό ενός γεύματος
    the main street of the village - ο κύριος δρόμος του χωριού
    The main reason why…
    Ο κύριος λόγος που…
    His main enemy is laziness.
    Ο κυριότερος εχθρός του είναι η τεμπελιά.
    the main cause of his failure - η πρωταρχική αιτία της αποτυχίας του

Συνώνυμα

Σύνθετα

Πολυλεκτικοί όροι

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
main mains

main (en)

  • ο μεγάλος σωλήνας που μεταφέρει νερό ή αέριο σε ένα κτίριο ή το μεγάλο καλώδιο που μεταφέρει ηλεκτρισμό σε ένα κτίριο
    The broken main gushed water and flooded the road.
    Ο σπασμένος σωλήνας ανάβλυζε νερό και πλημμύρισε το δρόμο.

Πηγές



Γαλλικά (fr)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
main mains

main (fr) θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.