motivo

Εσπεράντο (eo)

Ουσιαστικό

motivo (eo)

  1. το κίνητρο, ο λόγος

Ισπανικά (es)

Ρήμα

motivo (es) πληθυντικός : motivar

  1. λόγος

Ουσιαστικό

motivo (es) πληθυντικός : motivos

  1. το κίνητρο

Ιταλικά (it)

Ουσιαστικό

ενικός πληθυντικός
motivo motivi

motivo (it)

  1. το μοτίβο, μια σύντομη ιδέα η ένα σύντομο καλλιτεχνικό στοιχείο, π.χ. χρώμα η απόχρωση, σύμβολο
  2. (μουσική) ένα σύντομο μελωδικό ή αρμονικό μοτίβο της ορχήστρας.



Καταλανικά (ca)

Ρήμα

motivo (ca)

  1. ο λόγος



Λατινικά (la)

Επίθετο

motivo (la)

  1. ο λόγος

Πορτογαλικά (pt)

Επίθετο

motivo (pt) πληθυντικός : motivos

  1. το κίνητρο, αυτό που υποκινεί τη δράση.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.