μοτίβο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μοτίβο | τα | μοτίβα |
| γενική | του | μοτίβου | των | μοτίβων |
| αιτιατική | το | μοτίβο | τα | μοτίβα |
| κλητική | μοτίβο | μοτίβα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μοτίβο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
μοτίβο ουδέτερο
- επαναλαμβανόμενο δομοστοιχείο
- γενικό πλάνο που συνήθως αποτελείται από γεωμετρικά συναφή μέρη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.