μοτίβο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μοτίβο τα μοτίβα
      γενική του μοτίβου των μοτίβων
    αιτιατική το μοτίβο τα μοτίβα
     κλητική μοτίβο μοτίβα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μοτίβο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

μοτίβο ουδέτερο

  1. επαναλαμβανόμενο δομοστοιχείο
  2. γενικό πλάνο που συνήθως αποτελείται από γεωμετρικά συναφή μέρη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.