διψάω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διψάω < διψ(ώ) + νεοελληνικό επίθημα -άω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική διψῶ / διψάω < δίψα < προελληνικής προέλευσης
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðiˈpsa.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐ψά‐ω
Ρήμα
διψάω/διψώ, πρτ.: διψούσα/δίψαγα, αόρ.: δίψασα, μτχ.π.π.: διψασμένος (χωρίς παθητική φωνή)
- νιώθω την επιθυμία να πιω (ή ν’ απορροφήσω) νερό ή άλλο υγρό
- ※ Αρνήθηκα να πιω και της είπα ότι δε δίψαγα. (Θανάσης Βαλτινός, Ο γύψος. Συλλογή διηγημάτων Δεκαοχτώ κείμενα. Αθήνα: Κέδρος, 1970)
- (μεταφορικά) επιθυμώ κάτι πάρα πολύ
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη δίψα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διψάω - διψώ | διψούσα - δίψαγα | θα διψάω - διψώ | να διψάω - διψώ | διψώντας | |
| β' ενικ. | διψάς | διψούσες - δίψαγες | θα διψάς | να διψάς | δίψα - δίψαγε | |
| γ' ενικ. | διψάει - διψά | διψούσε - δίψαγε | θα διψάει - διψά | να διψάει - διψά | ||
| α' πληθ. | διψάμε - διψούμε | διψούσαμε - διψάγαμε | θα διψάμε - διψούμε | να διψάμε - διψούμε | ||
| β' πληθ. | διψάτε | διψούσατε - διψάγατε | θα διψάτε | να διψάτε | διψάτε | |
| γ' πληθ. | διψάν(ε) - διψούν(ε) | διψούσαν(ε) - δίψαγαν - διψάγανε | θα διψάν(ε) - διψούν(ε) | να διψάν(ε) - διψούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | δίψασα | θα διψάσω | να διψάσω | διψάσει | ||
| β' ενικ. | δίψασες | θα διψάσεις | να διψάσεις | δίψα - δίψασε | ||
| γ' ενικ. | δίψασε | θα διψάσει | να διψάσει | |||
| α' πληθ. | διψάσαμε | θα διψάσουμε | να διψάσουμε | |||
| β' πληθ. | διψάσατε | θα διψάσετε | να διψάσετε | διψάστε | ||
| γ' πληθ. | δίψασαν διψάσαν(ε) |
θα διψάσουν(ε) | να διψάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω διψάσει | είχα διψάσει | θα έχω διψάσει | να έχω διψάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις διψάσει | είχες διψάσει | θα έχεις διψάσει | να έχεις διψάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει διψάσει | είχε διψάσει | θα έχει διψάσει | να έχει διψάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε διψάσει | είχαμε διψάσει | θα έχουμε διψάσει | να έχουμε διψάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε διψάσει | είχατε διψάσει | θα έχετε διψάσει | να έχετε διψάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν διψάσει | είχαν διψάσει | θα έχουν διψάσει | να έχουν διψάσει |
| |
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
διψάω < δίψ(α) + -άω < προελληνικής προέλευσης
- επικός τύπος : διψώω
- ιωνικός τύπος : διψέω
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη δίψα
Πηγές
- διψάω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διψάω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.