πια
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πια < συνίζηση για αποφυγή της χασμωδίας < πλια < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πλέα < πληθυντικός αριθμός του πλέον[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpça/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ποια
- ομόηχο: ποια
Επίρρημα
πια
Εκφράσεις
- αμάν πια!
- ποτέ πια
Μεταφράσεις
ήδη
|
→ δείτε τη λέξη ήδη |
τελικά
|
→ δείτε τη λέξη τελικά |
τώρα πια
Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια
Αναφορές
- πια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.