locate

Αγγλικά (en)

ενεστώτας locate
γ΄ ενικό ενεστώτα locates
αόριστος located
παθητική μετοχή located
ενεργητική μετοχή locating

Ετυμολογία

locate < λατινική locatus

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈloʊkeɪt/ & /loʊˈkeɪt/
 

Ρήμα

locate (en)

  1. (μεταβατικό) εντοπίζω, βρίσκω την ακριβή θέση κάποιου ή κάτι
    The police located the robbers.
    Η αστυνομία εντόπισε τους ληστές.
    To get started editing the Windows hosts file, you first need to locate it.
    Για να ξεκινήσετε την επεξεργασία του αρχείου Windows hosts file, πρέπει πρώτα να το εντοπίσετε.
  2. (μεταβατικό) εγκαθιστώ, τοποθετώ ή κατασκευάζω κάτι σε ένα συγκεκριμένο μέρος
    The gasworks plant will be located outside the city.
    Το εργοστάσιο γκαζιού θα εγκατασταθεί έξω από την πόλη.

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.