hop
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- hop < (κληρονομημένο) μέση αγγλική hoppen < αγγλοσαξονική hoppien
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| hop | hops |
hop (en)
- μικρό πήδημα, πηδηματάκι
- (δίκτυο υπολογιστών) το πέρασμα ενός πακέτου δεδομένων (packet) μέσω μιάς συσκευής δικτύου (network hardware)
Ρήμα
| ενεστώτας | hop |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | hops |
| αόριστος | hopped |
| παθητική μετοχή | hopped |
| ενεργητική μετοχή | hopping |
hop (en)
Τουρκικά (tr)
- hop > (ηχομιμητική λέξη)
Συνώνυμα
- hoppala
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.