οπ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

οπ < (άμεσο δάνειο) τουρκική hop (εμπρός, πήδα!)[1] (ηχομιμητική λέξη)

Επιφώνημα

οπ!

  • χρησιμοποιείται για να δηλωθεί ξάφνιασμα
    Οπ! σε τσάκωσα. Τι κάνεις εκεί;

  • ωπ!

Παράγωγα

Συγγενικά

  • χοπ

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.