genus
Λατινικά (la)
Ετυμολογία
- genus < λατινικά gi-gn-o < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵénhos (γένος), συγγενές με το (αρχαία ελληνική) γένος καθώς και τη जनस् (jánas, γένος).
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈɡe.nus/
Ουσιαστικό
Κλίση
| αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | genus | generă |
| γενική | generis | generum |
| δοτική | generī | generĭbus |
| αιτιατική | genus | generă |
| κλητική | genus | generă |
| αφαιρετική | genere | generĭbus |
Εκφράσεις
- genus duco ab aliquo (κατάγομαι από κάποιον)
- sui generis (του εαυτού γένους, ιδιότυπος, ιδιόρρυθμος)
Πηγές
- genus - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.