genus

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
genus genera / genuses

Ουσιαστικό

genus (en)



Λατινικά (la)

Ετυμολογία

genus < λατινικά gi-gn-o < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵénhos (γένος), συγγενές με το (αρχαία ελληνική) γένος καθώς και τη जनस् (jánas, γένος).

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈɡe.nus/

Ουσιαστικό

genus (la) ουδέτερο (γενική: generis) (3ης κλίσης)

  1. γένος
    genus humanum (το ανθρώπινο γένος)
  2. φύλο
    genus virile (το αρσενικό γένος)
  3. γενιά
    genus Ciceronis (η γενιά του Κικέρωνα)
  4. έθνος
    genus Graecorum (το έθνος των Ελλήνων)
  5. είδος
    genus belli (το είδος του πολέμου)

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική genus generă
γενική generis generum
δοτική generī generĭbus
αιτιατική genus generă
κλητική genus generă
αφαιρετική genere generĭbus
(γ' κλίση)

Εκφράσεις

  1. genus duco ab aliquo (κατάγομαι από κάποιον)
  2. sui generis (του εαυτού γένους, ιδιότυπος, ιδιόρρυθμος)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

genus ουδέτερο (4ης κλίσης)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.