généralat

Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
généralat généralats

Ουσιαστικό

généralat (fr) αρσενικό

  1. η στρατηγία, το αξίωμα του στρατηγού
  2. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο διαρκεί αυτό το αξίωμα

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.