généralité

Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
généralité généralités

Ουσιαστικό

généralité (fr) θηλυκό

  1. η γενικότητα
  2. (παρωχημένο) η κοινότητα, ένα σύνολο από άτομα (πολίτες, κ.α.)
  3. (ιστορία) (Γαλλία) κατά τη διάρκεια του Ancien Régime, επρόκειτο για φορολογική περιφέρεια
     δείτε τη λέξη  général des finances

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.