hotfix

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
hotfix hotfixes

Ετυμολογία

hotfix < hot + fix

Προφορά

 

Ουσιαστικό

hotfix (en)

  • (πληροφορική) επείγουσα διόρθωση στο λογισμικό (συνήθως) μεμονωμένου πελάτη. Διαφέρει από το επίθεμα (patch) το οποίο απευθύνεται στο σύνολο των πελατών μιας συγκεκριμένης έκδοσης λογισμικού [1]

Συγγενικά

  • patch
  • hotfix στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές

  1. (αγγλικά) Hotfix. Πρόσβαση 2020-12-12.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.