dev
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- dev: → δείτε κάτω από τους ορισμούς
Συντομομορφή
dev (en) συντομογραφία, πληθυντικός: devs
- κατασκευαστής, πληροφορική: προγραμματιστής
- < περικοπή του developer
- ανάπτυξη, κατασκευή
- < περικοπή του development
- (πληροφορική, Unix) συσκευή
- < περικοπή του device
Παράγωγα
- devkit
- web dev
Τουρκικά (tr)
Πηγές
- dev - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν
- dev - Türk Dil Kurumu, μονόγλωσσο τουρκικό Λεξικό @sozluk.gov.tr
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.