developer
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
developer (en)
- ο κατασκευαστής
- (πληροφορική) ο προγραμματιστής, αυτός που γράφει τον κώδικα των προγραμμάτων
- συντομογραφία: dev
- δείτε επίσης: programmer στην αγγλική Βικιπαίδεια
Συγγενικά
-
developer στην αγγλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.