μπάτσος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μπάτσος | οι | μπάτσοι |
| γενική | του | μπάτσου | των | μπάτσων |
| αιτιατική | τον | μπάτσο | τους | μπάτσους |
| κλητική | μπάτσε | μπάτσοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία 1
- μπάτσος < μεσαιωνική ελληνική μπάτσος[1] < αρωμουνική batsi, πληθυντικός τού batsă («κόλαφος, ράπισμα»)[2] < υστερολατινική battere[2] < λατινική battuere («χτυπώ, κρούω»)[2] [3]
Ουσιαστικό
μπάτσος αρσενικό
Συνώνυμα
- → δείτε τη λέξη ράπισμα
Εκφράσεις
Ετυμολογία 2
Ουσιαστικό
μπάτσος αρσενικό
Συνώνυμα
Σύνθετα
- μπατσονόμος
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- μπάτσος < αρωμουνική batsi, πληθυντικός τού batsă («κόλαφος, ράπισμα»)[2] < υστερολατινική battere[2] < λατινική battuere («χτυπώ, κρούω»)[2]
- πάτσος
Αναφορές
- μπάτσος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα]. & σελ. 109, Τόμος ΙΑ΄ --Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ή < ιταλική bazza «πιγούνι που προεξέχει». μπάτσος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- μπάτσος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.