cul

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

cul < λατινική culus

Προφορά

 
ομόηχα: q, Q

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
cul culs

cul (fr) αρσενικό (αργκό)

  1. το κάτω μέρος από κάτι, ο πάτος
    le cul de la bouteille - ο πάτος του μπουκαλιού
  2. ο κώλος, τα οπίσθια, ο πισινός, ο ποπός, το πίσω μέρος από κάτι
    il a un gros cul - έχει χοντρό πισινό
    cette voiture a un gros cul - αυτό το αυτοκίνητο έχει μεγάλο κώλο
  3. το σεξ
    un film de cul - ένα φιλμ πορνό

Επίθετο

cul (fr) άκλιτο

Εκφράσεις

Σύνθετα

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.