cul-doré
Γαλλικά
(fr)
ενικός
πληθυντικός
cul-doré
culs-dorés
Ουσιαστικό
cul-doré
(fr)
αρσενικό
(
πτηνό
)
είδος
λεπιδόπτερου
που το πίσω μέρος του
σώματός
του καλύπτεται από καφετιές
τριχίτσες
Συνώνυμα
cul-brun
cul-rouge
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.