cul-de-lampe
Γαλλικά (fr)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
|---|---|
| cul-de-lampe | culs-de-lampe |
cul-de-lampe (fr) αρσενικό
- (αρχιτεκτονική) διακοσμητικό στοιχείο που θυμίζει το κάτω μέρος των πολυέλαιων μιας εκκλησίας
- στα βιβλία, τριγωνικό σχέδιο στο τέλος ενός κεφάλαιου που θυμίζει τους πολυέλαιους μιας εκκλησίας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.