κόθορνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κόθορνος οι κόθορνοι
      γενική του κοθόρνου
& κόθορνου
των κοθόρνων
    αιτιατική τον κόθορνο τους κοθόρνους
& κόθορνους
     κλητική κόθορνε κόθορνοι
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κόθορνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κόθορνος

Ουσιαστικό

κόθορνος αρσενικό

  1. (υπόδηση, ιστορία) αρχαίο είδος μπότας με χοντρή σόλα που δενόταν μπροστά με κορδόνια και ταίριαζε και στα δυο πόδια
    οι ηθοποιοί στην αρχαία τραγωδία φορούσαν κοθόρνους για να φαίνονται ψηλότεροι και επιβλητικότεροι
  2. (ειρωνικό) παπούτσι με τεράστιο πέλμα ή φιάπα

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.