Schüler
Γερμανικά (de)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
| ονομαστική | der | Schüler | die | Schüler |
| γενική | des | Schülers | der | Schüler |
| δοτική | dem | Schüler | den | Schülern |
| αιτιατική | den | Schüler | die | Schüler |
Ετυμολογία
- Schüler < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική schuolære < παλαιά άνω γερμανική scuolāri < υστερολατινική scholaris [1] [2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈʃyːlɐ/
- ⓘ
- ⓘ
Ουσιαστικό
Schüler (de) αρσενικό (θηλυκό : Schülerin)
- (εκπαίδευση) μαθητής σχολείου
- (γενικότερα) μαθητής, μαθητευόμενος
- Platon war Schüler des Sokrates und Lehrer des Aristoteles.
- Ο Πλάτωνας ήταν μαθητής του Σωκράτη και δάσκαλος του Αριστοτέλη.
- Platon war Schüler des Sokrates und Lehrer des Aristoteles.
Συγγενικά
Αναφορές
- Schüler - Duden online.
- Schüler - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).
Σουηδικά (sv)
Ετυμολογία
- Schüler < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.