job
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| job | jobs |
Ουσιαστικό
job (en)
- η δουλειά, το επάγγελμα, η εργασία για την οποία λαμβάνω τακτική πληρωμή
- ↪ What is your job?
- Τι δουλειά κάνεις;
- ↪ I have a steady job.
- Έχω τακτική δουλειά.
- ↪ I am looking for a job.
- Ζητώ/ψάχνω για δουλειά.
- ↪ I found a good job.
- Βρήκα καλή δουλειά.
- ↪ Jobs are hard to get nowadays.
- Δεν βρίσκονται εύκολα οι δουλειές σήμερα.
- ↪ I hear you switched jobs - is the work easier at the new place?
- Μαθαίνω άλλαξες δουλειά - είναι ευκολότερη η δουλειά σου στη νέα θέση;
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη occupation
- ↪ What is your job?
- (μάλλον ανεπίσημο) η δουλειά, η υπόθεση, μια ευθύνη ή καθήκον
- (πληροφορική) εργασία, ή σύνολο εργασιών που εκτελείται αυτόματα και προσχεδιασμένα, χωρίς την μεσολάβηση του χρήστη
Εκφράσεις
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- job < (άμεσο δάνειο) αγγλική job
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.