απόλυτο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το απόλυτο τα απόλυτα
      γενική του απόλυτου
& απολύτου
των απόλυτων
& απολύτων
    αιτιατική το απόλυτο τα απόλυτα
     κλητική απόλυτο απόλυτα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απόλυτο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου απόλυτος

Ουσιαστικό

απόλυτο ουδέτερο

Μεταφράσεις

Ουσιαστικό

απόλυτο ουδέτερο

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του απόλυτος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του απόλυτος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.