-ωρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | -ωρος | η | -ωρη | το | -ωρο |
| γενική | του | -ωρου | της | -ωρης | του | -ωρου |
| αιτιατική | τον | -ωρο | τη(ν) | -ωρη | το | -ωρο |
| κλητική | -ωρε | -ωρη | -ωρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | -ωροι | οι | -ωρες | τα | -ωρα |
| γενική | των | -ωρων | των | -ωρων | των | -ωρων |
| αιτιατική | τους | -ωρους | τις | -ωρες | τα | -ωρα |
| κλητική | -ωροι | -ωρες | -ωρα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- -ωρος < ελληνιστική κοινή -ωρος < αρχαία ελληνική ὥρα
Προφορά
- ΔΦΑ : /o.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -ω‐ρος
Επίθημα
-ωρος, -η, -ο
Σύνθετα
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ωρος στο Βικιλεξικό
Μεταφράσεις
-ωρος
|
|
Πηγές
- -ωρος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.