στενόφυλλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στενόφυλλος η στενόφυλλη το στενόφυλλο
      γενική του στενόφυλλου της στενόφυλλης του στενόφυλλου
    αιτιατική τον στενόφυλλο τη στενόφυλλη το στενόφυλλο
     κλητική στενόφυλλε στενόφυλλη στενόφυλλο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στενόφυλλοι οι στενόφυλλες τα στενόφυλλα
      γενική των στενόφυλλων των στενόφυλλων των στενόφυλλων
    αιτιατική τους στενόφυλλους τις στενόφυλλες τα στενόφυλλα
     κλητική στενόφυλλοι στενόφυλλες στενόφυλλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

στενόφυλλος < στενό- + -φυλλος

Επίθετο

στενόφυλλος, -η, -ο

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.