θήλαστρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το θήλαστρο τα θήλαστρα
      γενική του θηλάστρου
& θήλαστρου
των θηλάστρων
    αιτιατική το θήλαστρο τα θήλαστρα
     κλητική θήλαστρο θήλαστρα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θήλαστρο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

θήλαστρο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.