τζαμπατζίδικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τζαμπατζίδικος | η | τζαμπατζίδικη | το | τζαμπατζίδικο |
| γενική | του | τζαμπατζίδικου | της | τζαμπατζίδικης | του | τζαμπατζίδικου |
| αιτιατική | τον | τζαμπατζίδικο | την | τζαμπατζίδικη | το | τζαμπατζίδικο |
| κλητική | τζαμπατζίδικε | τζαμπατζίδικη | τζαμπατζίδικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τζαμπατζίδικοι | οι | τζαμπατζίδικες | τα | τζαμπατζίδικα |
| γενική | των | τζαμπατζίδικων | των | τζαμπατζίδικων | των | τζαμπατζίδικων |
| αιτιατική | τους | τζαμπατζίδικους | τις | τζαμπατζίδικες | τα | τζαμπατζίδικα |
| κλητική | τζαμπατζίδικοι | τζαμπατζίδικες | τζαμπατζίδικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- τζαμπατζίδικος < τζαμπατζ(ής) + -ίδικος
Επίθετο
τζαμπατζίδικος, -η, -ο
- που έχει σχέση με τζαμπατζή ή αναφέρεται σ’ αυτόν και την συμπεριφορά του
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη τζάμπα
Μεταφράσεις
τζαμπατζίδικος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.