ετοιματζίδικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ετοιματζίδικος η ετοιματζίδικη το ετοιματζίδικο
      γενική του ετοιματζίδικου της ετοιματζίδικης του ετοιματζίδικου
    αιτιατική τον ετοιματζίδικο την ετοιματζίδικη το ετοιματζίδικο
     κλητική ετοιματζίδικε ετοιματζίδικη ετοιματζίδικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ετοιματζίδικοι οι ετοιματζίδικες τα ετοιματζίδικα
      γενική των ετοιματζίδικων των ετοιματζίδικων των ετοιματζίδικων
    αιτιατική τους ετοιματζίδικους τις ετοιματζίδικες τα ετοιματζίδικα
     κλητική ετοιματζίδικοι ετοιματζίδικες ετοιματζίδικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ετοιματζίδικος < έτοιμ(ος) + -ατζίδικος [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /e.ti.maˈd͡zi.ði.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ετοιματζίδικος

Επίθετο

ετοιματζίδικος, -η, -ο

  1. που αγοράστηκε σε ετοιματζίδικο, που ήταν έτοιμος και δεν προσαρμόστηκε ή κατασκευάστηκε ειδικά για τον πελάτη
  2. (κατ’ επέκταση) που δεν καλής ποιότητας
  3. (για ιδέες, απόψεις κ.λπ. μειωτικό) που χρησιμοποιείται αυτούσιος, όπως παρουσιάστηκε από κάποιον άλλο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.