-στάτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο -στάτης οι -στάτες
      γενική του -στάτη των -στατών
    αιτιατική τον -στάτη τους -στάτες
     κλητική -στάτη -στάτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-στάτης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -στάτης < -στάσις < ἵσταμαι και (λόγιο δάνειο) διεθνής ορολογία -stat[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsta.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -στάτης

Επίθημα

-στάτης αρσενικό

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -στάτης στο Βικιλεξικό

Αναφορές

Πηγές

  • -στάτης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Αρχαία ελληνικά (grc)

ζητούμενο λήμμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.