πολυσέλιδος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυσέλιδος η πολυσέλιδη το πολυσέλιδο
      γενική του πολυσέλιδου της πολυσέλιδης του πολυσέλιδου
    αιτιατική τον πολυσέλιδο την πολυσέλιδη το πολυσέλιδο
     κλητική πολυσέλιδε πολυσέλιδη πολυσέλιδο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυσέλιδοι οι πολυσέλιδες τα πολυσέλιδα
      γενική των πολυσέλιδων των πολυσέλιδων των πολυσέλιδων
    αιτιατική τους πολυσέλιδους τις πολυσέλιδες τα πολυσέλιδα
     κλητική πολυσέλιδοι πολυσέλιδες πολυσέλιδα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πολυσέλιδος < πολυ- + -σέλιδος

Επίθετο

πολυσέλιδος, -η, -ο

  • που αποτελείται ή καταλαμβάνει πολλές σελίδες
πολυσέλιδο φυλλάδιο, πολυσέλιδη προκήρυξη

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.