-ουργία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | -ουργία | οι | -ουργίες |
| γενική | της | -ουργίας | των | -ουργιών |
| αιτιατική | τη(ν) | -ουργία | τις | -ουργίες |
| κλητική | -ουργία | -ουργίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- -ουργία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -ουργία < -ουργ(ός) + -ία[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /uɾˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -ουρ‐γί‐α
Επίθημα
-ουργία ουδέτερο
- β′ συνθετικό ουσιαστικών τα οποία αναφέρονται σε ενασχόληση, δραστηριότητα ή κάποια άλλη επιχείρηση
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ουργία στο Βικιλεξικό
Αναφορές
- "-ουργία" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
- -ουργία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.