ταπητουργία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ταπητουργία οι ταπητουργίες
      γενική της ταπητουργίας των ταπητουργιών
    αιτιατική την ταπητουργία τις ταπητουργίες
     κλητική ταπητουργία ταπητουργίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ταπητουργία < τάπης (γεν.: τάπητος) + -ουργία (< -ουργός < έργο)

Ουσιαστικό

ταπητουργία θηλυκό

  • ο παραγωγικός κλάδος που ασχολείται με την ύφανση χαλιών

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.