-οστός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -οστός η -οστή το -οστό
      γενική του -οστού της -οστής του -οστού
    αιτιατική τον -οστό τη(ν) -οστή το -οστό
     κλητική -οστέ -οστή -οστό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -οστοί οι -οστές τα -οστά
      γενική των -οστών των -οστών των -οστών
    αιτιατική τους -οστούς τις -οστές τα -οστά
     κλητική -οστοί -οστές -οστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

-οστός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -οστός[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /oˈstos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -οστός

Επίθημα

-οστός, -ή, -ό

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -οστός στο Βικιλεξικό

Αναφορές

Πηγές

  • -οστός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.