-νίκης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η -νίκης οι -νίκες
      γενική του
του/της
-νίκη
-νίκου
των -νικών
    αιτιατική τον/τη(ν) -νίκη τους/τις -νίκες
     κλητική -νίκη
(-νίκα)
-νίκες
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό.
Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού,
σε -ου, σε -η, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «λιμενάρχης».
Και παλιότερη λόγια μορφή κλητικής ενικού σε ύφος επίσημο ή ειρωνικό.
Κατηγορία όπως «λιμενάρχης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-νίκης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -νίκης < νίκ(η) + -ης[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈni.cis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -νίκης

Επίθημα

-νίκης αρσενικό ή θηλυκό

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -νίκης στο Βικιλεξικό

Αναφορές

Πηγές

  • -νίκης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Αρχαία ελληνικά (grc)

ζητούμενο λήμμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.