πολυνίκης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πολυνίκης | οι | πολυνίκες |
| γενική | του | πολυνίκη | των | πολυνικών |
| αιτιατική | τον | πολυνίκη | τους | πολυνίκες |
| κλητική | πολυνίκη | πολυνίκες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
πολυνίκης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.