-μάθεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | -μάθεια | οι | -μάθειες |
| γενική | της | -μάθειας | των | -μαθειών |
| αιτιατική | τη(ν) | -μάθεια | τις | -μάθειες |
| κλητική | -μάθεια | -μάθειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- -μάθεια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -μάθεια[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈma.θi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -μά‐θει‐α
- -μαθής
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -μάθεια στο Βικιλεξικό
Αναφορές
- "-μάθεια" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
- -μάθεια - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.