ημιμάθεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ημιμάθεια | οι | ημιμάθειες |
| γενική | της | ημιμάθειας | των | ημιμαθειών |
| αιτιατική | την | ημιμάθεια | τις | ημιμάθειες |
| κλητική | ημιμάθεια | ημιμάθειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ημιμάθεια < ημιμαθής
Ουσιαστικό
ημιμάθεια θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.