πετροκόπος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πετροκόπος | οι | πετροκόποι |
| γενική | του | πετροκόπου | των | πετροκόπων |
| αιτιατική | τον | πετροκόπο | τους | πετροκόπους |
| κλητική | πετροκόπε | πετροκόποι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πετροκόπος < πετρο- + -κόπος
Συγγενικά
- πετροκοπειό
- πετροκόπι
- πετροκοπώ
Μεταφράσεις
πετροκόπος
|
Πηγές
- πετροκόπος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.