-κράτορας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο -κράτορας οι -κράτορες
      γενική του -κράτορα των -κρατόρων
    αιτιατική τον -κράτορα τους -κράτορες
     κλητική -κράτορα -κράτορες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-κράτορας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -κράτωρ[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈkɾa.to.ɾas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -κράτορας

Επίθημα

-κράτορας αρσενικό (θηλυκό -κράτειρα ή -κρατόρισσα)

  • -κράτωρ

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -κράτορας στο Βικιλεξικό

Αναφορές

Πηγές

  • -κράτορας - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.