-θέτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | -θέτης | οι | -θέτες |
| γενική | του | -θέτη | των | -θετών |
| αιτιατική | τον | -θέτη | τους | -θέτες |
| κλητική | -θέτη | -θέτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- -θέτης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -θέτης[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈθe.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -θέ‐της
Επίθημα
-θέτης αρσενικό (θηλυκό -θέτρια)
- επίθημα ουσιαστικών τα οποία αναφέρονται σε πρόσωπα ή οργανισμούς που θεσπίζουν ή οργανώνουν
Σύνθετα
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -θέτης στο Βικιλεξικό
Αναφορές
- "-θέτης" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
- -θέτης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.