νομοθέτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | νομοθέτης | οι | νομοθέτες |
| γενική | του | νομοθέτη | των | νομοθετών |
| αιτιατική | τον | νομοθέτη | τους | νομοθέτες |
| κλητική | νομοθέτη | νομοθέτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νομοθέτης < αρχαία ελληνική νομοθέτης < νόμος + τίθημι
Ουσιαστικό
νομοθέτης αρσενικό
- αυτός που γράφει τους νόμους μιας πολιτείας και τους θέτει σε ισχύ
- Σόλων ο νομοθέτης
- ο συντάκτης ενός νομοσχεδίου
- (γενικότερα) η νομοθετική εξουσία
Συγγενικά
Μεταφράσεις
νομοθέτης
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.