νομοθέτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νομοθέτης οι νομοθέτες
      γενική του νομοθέτη των νομοθετών
    αιτιατική τον νομοθέτη τους νομοθέτες
     κλητική νομοθέτη νομοθέτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νομοθέτης < αρχαία ελληνική νομοθέτης < νόμος + τίθημι

Ουσιαστικό

νομοθέτης αρσενικό

  1. αυτός που γράφει τους νόμους μιας πολιτείας και τους θέτει σε ισχύ
    Σόλων ο νομοθέτης
  2. ο συντάκτης ενός νομοσχεδίου
  3. (γενικότερα) η νομοθετική εξουσία

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.