ταξιθέτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ταξιθέτης οι ταξιθέτες
      γενική του ταξιθέτη των ταξιθετών
    αιτιατική τον ταξιθέτη τους ταξιθέτες
     κλητική ταξιθέτη ταξιθέτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ταξιθέτης < ταξι(ς) + -θέτης (< τίθημι)

Προφορά

ΔΦΑ : /ta.ksiˈθe.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ταξιθέτης

Ουσιαστικό

ταξιθέτης αρσενικό (θηλυκό ταξιθέτρια)

  • (επάγγελμα) υπάλληλος σε χώρους θεαμάτων, που συνοδεύει τους θεατές και τους δείχνει πού είναι οι θέσεις τους

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις τάξη και θέτω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.